- μειώ
- μειῶ, -όω (Α)βλ. μειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειῶ — μειόω lessen pres subj act 1st sg μειόω lessen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείω — μείης masc gen sg (attic epic ionic) μείων lesser neut acc comp pl μείων lesser neut nom comp pl μείων lesser masc/fem acc comp sg μειόω lessen pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μειόω lessen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείωμα — μείωμα, τὸ (Α) [μειώ] 1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.) … Dictionary of Greek
μειωτός — μειωτός, ή, όν (Α) [μειώ] αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση … Dictionary of Greek
μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… … Dictionary of Greek
μειώτης — μειώτης, ὁ (Α) [μειώ] αυτός που προκαλεί μείωση, που μειώνει, που ελαττώνει … Dictionary of Greek
υπομειώ — όω, ΜΑ [μειῶ / ώνω] (συν. παθ.) ὑπομειοῡμαι, όομαι μειώνομαι λίγο ή μειώνομαι σταδιακά … Dictionary of Greek
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek